αυτόμελος

αυτόμελος
αὐτόμελος, -ον (Μ)
1. αυτός που έχει δικό του μέλος, ιδιόμελος
2. το ουδ. ως ουσ. τo αὐτόμελον
εκκλησιαστικό άσμα με δική του μελωδία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”